ορχίλος

ορχίλος
ὀρχίλος και ὀρχιλος, ὁ (Α)
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀρχίλος παράγεται από το ρ. ὀρχοῦμαι «χορεύω» με την υποκορ. κατάλ. -ίλος, που απαντά και σε άλλα ον. πτηνών (πρβλ. σποργ-ίλος, τροχ-ίλος). Το πτηνό αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τής έντονης κινητικότητας και ζωηρότητάς του].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀρχίλος — wren masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχίλον — ὀρχίλος wren masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχίλων — ὀρχίλος wren masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλπιγγα — Χάλκινο πνευστό όργανο. Ήταν γνωστό με στοιχειώδη μορφή από τους αρχαίους χρόνους, που το χρησιμοποιούσαν σε δημόσιες θρησκευτικές ή πολιτικές τελετές καθώς και στις πολεμικές επιχειρήσεις. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο της Εξόδου, οι Εβραίοι, το… …   Dictionary of Greek

  • σαλπιγκτής — ο, ΝΜΑ, και σαλπιστής ΝΑ, και σαλπιχτής Ν, και σαλπικτής και σαλπιγκτήρ, ῆρος και βοιωτ. τ. σαλπικτάς και σαλπιγκτάς Α αυτός που σαλπίζει, που παίζει σάλπιγγα νεοελλ. 1. στρ. στρατιώτης τού οποίου έργο είναι να σαλπίζει τα παραγγέλματα για έγερση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”